- ἐμβατεία
- ἐμβᾰτ-εία, ἡ,A entering into possession, AB249, EM334.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐμβατεία — ἐμβατείᾱ , ἐμβατεία entering into possession fem nom/voc/acc dual ἐμβατείᾱ , ἐμβατεία entering into possession fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμβατεία — ἐμβατεία και ἐμβάτευσις, η (Α) (στο αττικό δίκαιο) η πράξη με την οποία ένα κινητό ή ακίνητο αντικείμενο περιέρχεται στην κατοχή κάποιου … Dictionary of Greek